Τα Παιδεία Παίζει!!!


PhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucket

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Η Σοκολατούπολη!!!









 
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, ζούσε σε έναν τόπο μακρινό ένα μικρό αγοράκι που το έλεγαν Θοδωρή. Ο Θοδωρής ήταν ένα παιδάκι καλόκαρδο και χαμογελαστό και πάντα έκανε τους γύρο του να χαμογελούν και να χαίρονται!!! Οι γονείς του τον είχανε καμάρι και η μανούλα του συχνά του έλεγε πόσο τον αγαπάει και πως με την γλύκα του και το νόστιμο προσωπάκι του την έκανε να ξεχνάει όλα τα δύσκολα και άσχημα του κόσμου!!! Θυμόταν πάντα την χαρακτηριστική της φράση «Αχ Θοδωρή μου, αγοράκι μου, εσύ είσαι το φάρμακο μου για όλα!!! Σαν μου δίνεις ένα φιλάκι, η γλύκα σου ομορφαίνει τη ζωή μου!!!»
Ο Θοδωράκης ήταν πολύ μικρούλης όμως και δε μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε η μανούλα του. Μια μέρα λοιπόν όταν άκουσε τη μαμά του να ξανά λέει αυτά τα λόγια, γύρισε και την κοίταξε με τα όμορφα καλοσυνάτα ματάκια του και την ρώτησε:
-Μανούλα μου πάντα μου λες πως η γλύκα μου σου ομορφαίνει τη ζωή και πως είμαι το φάρμακο σου. Πες μου μανούλα τι είναι το φάρμακο?
-Φάρμακο, Θοδωράκι μου, είναι αυτό που παίρνουν οι άνθρωποι και γίνονται καλά...
-Και τι είναι γλύκα?
-Γλύκα αγοράκι μου είναι η γεύση που μένει στο στόμα όταν τρώμε κάτι γλυκό...
-Κι εγώ δηλαδή μανούλα μοιάζω με γλυκό?
-Εσύ είσαι το δικό μου γλυκό αγοράκι.
Ο Θοδωράκης τότε σώπασε. Αν και είχε πολλές ακόμα απορίες, προτίμησε να μη μιλήσει άλλο και να δώσει το φιλάκι στη μαμά του που περίμενε... Έπειτα έφυγε και πήγε στο δωμάτιο του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και κοιτώντας ψηλά σκεφτόταν αυτά που του είχε πει η μαμά του... «Γλύκα αφήνει το γλυκό κι είναι το φάρμακο για όσους δεν είναι καλά!!!» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του ώσπου τον πήρε ο ύπνος! Την επόμενη μέρα και πολλές μέρες μετά ο Θοδωράκης δεν σκέφτηκε καθόλου την κουβέντα με τη μαμά του. Έπαιζε και γελούσε όπως όλα τα παιδάκια της ηλικίας του.

 
Μια χειμωνιάτικη μέρα, η μανούλα του αρρώστησε κι ο μπαμπάς του ήταν πολύ στεναχωρημένος. Το ίδιο κι ο μικρός Θοδωρής... Είχε ακούσει το γιατρό να λέει, πως η μαμά του χρειαζόταν ένα φάρμακο που όμως δεν το είχε εκείνος κι έπρεπε να περιμένουν... Τότε ο Θοδωρής τινάχτηκε σαν κάτι να τον είχε τσιμπήσει κι έτρεξε γρήγορα στη μαμά του. Έσκυψε πάνω από το κεφάλι της και την φιλήσει με όλη του την αγάπη!!! Εκείνη όμως δεν άνοιξε τα μάτια της. Τότε έσκυψε λίγο παραπάνω και ακούμπησε το μαγουλάκι του πάνω στα χείλη της αλλά εκείνη έμεινε ακίνητη... Ο Θοδωράκης σηκώθηκε και τα ματάκια του είχαν γεμίσει δάκρυα... Στάθηκε για λίγο εκεί και σκεφτόταν... Αμέσως μετά, με μια κίνηση σήκωσε το χεράκι του πεισματικά και σκούπισε το πρόσωπο του. Ξανά έσκυψε πάλι και ψιθύρισε στο αφτί της: «Μανούλα μην ανησυχείς!!! ΕΓΩ, θα βρω ΕΓΩ το φάρμακο που χρειάζεσαι και θα σε κάνω καλά!!! Εσύ μου έλεγες πως η γλύκα είναι το φάρμακο για όλα!!! Ε! κι εγώ λοιπόν θα βρω κάτι τόσο γλυκό που θα σε γιατρέψει αμέσως!!!». Σηκώθηκε πάλι κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο κι έπειτα από το σπίτι. Το απόγευμα τον βρήκε καθισμένο σε ένα βράχο μέσα στο δάσος κι είχε αρχίσει να νυχτώνει όμως ο Θοδωρής δε φοβότανε! Είχε χαθεί στις σκέψεις του και δεν τον ένοιαζε τίποτ’ άλλο. Παρακαλούσε με όλη του τη δύναμη: «Σε παρακαλώ Θεούλη μου βοήθα με να βρω κάτι τόσο γλυκό που να κάνει καλά τη μαμά μου! Σε παρακαλώ!». Είχε πια νυχτώσει... Ο Θοδωρής σηκώθηκε να πάει στο σπίτι του αλλά κατάλαβε πως είχε χάσει το δρόμο έτσι σκοτεινά που ήταν... Άρχισε λοιπόν να περπατάει μέσα στο δάσος ώσπου κάποια στιγμή είδε στο βάθος ένα φως κι όσο πιο κοντά πήγαινε τόσο εκείνο μεγάλωνε...






 
Όταν έφτασε, είδε πως αυτό που έλαμπε και του έδειχνε το δρόμο ήταν ένα όμορφο σπιτάκι!!! Άρχισε να προχωράει δειλά προς την πόρτα ώσπου είδε έναν γλυκό γεράκο να κάθεται σε μια κουνιστή καρέκλα. Τον πλησίασε και φοβισμένα του είπε:
-Γειά σου παππούλη, με λένε Θοδωρή και χάθηκα στο δάσος, θα μπορούσα να καθίσω μαζί σου μέχρι να ξημερώσει?
-Μα φυσικά μικρέ μου Θοδωρή, του απαντάει.
-Παππούλη τι όμορφο που είναι το σπίτι σου!!!
-Αλήθεια σου αρέσει ε? Τότε γιατί δε δοκιμάζεις λίγο να μου πεις αν είναι και νόστιμο? είπε ο γεράκος και γέλασε...
-Να δοκιμάσω??? Μα τι λες? Να φάω δηλαδή τούβλα και ξύλα?
Τότε ο γεράκος γέλασε ακόμα πιο δυνατά!
-Μα μικρέ μου το σπίτι μου είναι φτιαγμένο από σοκολάτα και μπισκότα, από καραμέλα και σαντιγί, από άχνη και βούτυρο κι όλα τα γλυκά του κόσμου!!!
Ο μικρός Θοδωρής άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και τον κοιτούσε... «Μα τι έλεγε αυτός ο άνθρωπος?» «Πως γίνετε να φτιαχτεί ένα σπίτι από γλυκά?» «Μάλλον με κοροϊδεύει» σκεφτότανε ο Θοδωρής. Τότε ο παππούλης σηκώθηκε, έκοψε ένα κομμάτι από το παντζούρι του σπιτιού και το έδωσε στο μικρό παιδάκι λέγοντάς του «Είσαι στη Σοκολατούπολη παιδί μου! Εδώ όλα είναι φτιαγμένα από γλυκά και κυρίως τη σοκολάτα που κάνει τους ανθρώπους χαρούμενους!!!». Εκείνο αφού το επεξεργάστηκε καλά καλά, άνοιξε το στόμα του και πήρε μια μεγάλη μπουκιά!
 
Ο Θοδωράκης έτρωγε τη σοκολάτα του σιωπηλός, όμως τα μάτια του έλαμπαν από χαρά! Όταν τελείωσε σηκώθηκε και πλησίασε τον παππούλη.
-Καλέ μου κύριε, επιτέλους το βρήκα, έψαχνα να βρω ένα φάρμακο για τη μανούλα μου που είναι άρρωστη, και αυτό που μου δώσατε να φάω νομίζω πως είναι το καλύτερο!!! Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μου δώσετε άλλο ένα κομμάτι να της το πάω?
-Μα και βέβαια μικρέ μου!!! Άλλωστε γι’ αυτό βρέθηκες εδώ!!! Ο καλός Θεούλης άκουσε την προσευχή σου, όταν παρακαλούσες να σε βοηθήσει κι έτσι σε οδήγησε στην Σοκολατούπολη!!! Σου έχω ετοιμάσει ήδη ένα μεγάλο πακέτο για να το πάρεις μαζί σου, θα πρέπει όμως να περιμένεις μέχρι το πρωί γιατί αν φύγεις τώρα, θα χαθείς μέσα στη νύχτα... Έλα, πάμε να σου δείξω το κρεβατάκι σου, είναι ώρα να κοιμηθείς.
Το παιδάκι ακολούθησε τον γεράκο μέσα στο νόστιμο σπίτι του και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Έκανε τον πιο βαθύ και ήρεμο ύπνο που είχε κάνει ποτέ στη ζωή του κι όλη τη νύχτα είχε ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο στα παιδικά του χειλάκια!!!

Την άλλη μέρα με το πρώτο φως του ήλιου πετάχτηκε από το κρεβατάκι κι έτρεξε στον παππούλη. Εκείνος μόλις τον είδε του χαμογέλασε και χωρίς να πει τίποτα, του έδωσε στα χέρια μια κούπα με ένα καφέ, ζεστό κι ευωδιαστό ρόφημα. Το παιδάκι το ήπιε με λαχτάρα κι ήταν το πιο νόστιμο πράγμα που είχε πιει ποτέ του. Ο παππούλης χαμογέλασε και του είπε πως ήταν σοκολάτα ρόφημα λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις του. Λίγο αργότερα έδωσε το μεγάλο πακέτο στο παιδάκι και του έδειξε το δρόμο για το σπίτι. Όταν φτάσανε αρκετά κοντά γύρισε, το κοίταξε με αγάπη και του είπε:
-Παιδί μου, επειδή έχεις αγνή και γεμάτη αγάπη καρδούλα, ο Θεός πάντα θα σε ακούει και θα σε προσέχει! Κάποιες φορές μπορεί να μην καταλαβαίνεις κάποια πράγματα κι ίσως να θυμώνεις, να θυμάσαι όμως πως ότι συμβαίνει, γίνετε για κάποιο λόγο!!! Όποτε νιώθεις λυπημένος, βάζε στο στόμα σου ένα κομματάκι σοκολάτα, θα δεις, όλα θα μοιάζουν λίγο καλύτερα!!! Η Σοκολατούπολη πάντα θα υπάρχει για να γλυκαίνει την ζωή των ανθρώπων!!! Τρέχα τώρα στο σπίτι σου και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω.
Ο Θοδωρής κούνησε το κεφαλάκι του καταφατικά, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και έδωσε ένα φιλάκι στο μάγουλο του παππούλη. Του είπε ευχαριστώ κι ύστερα άρχισε να τρέχει χαρούμενο για το σπίτι του! Λίγο πριν μπει μέσα γύρισε μια στιγμή να κοιτάξει μα ο παππούλης είχε χαθεί.
 


 
Μπαίνοντας στο σπίτι τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη! Η μανούλα του ήταν καλά!!! Ω! Πόση χαρά ένιωσε η παιδική καρδούλα του!!! Έτρεξε γρήγορα κοντά της και της έδωσε ένα σορό φιλάκια κι όλοι μαζί γελούσανε κι αγκαλιάζονταν!!! Όταν ο μπαμπάς κάποια στιγμή ξεκίνησε να πάει στην κουζίνα για να φτιάξει κάτι ζεστό να πιούνε ο Θοδωρής πετάχτηκε και πήρε το μεγάλο πακέτο που του είχε δώσει ο παππούλης από τη Σοκολατούπολη. Το έδωσε στα χέρια του μπαμπά του και του είπε:
-Μπαμπά από αυτό να κάνεις, ένας παππούλης μου είπε πως λέγετε σοκολάτα και μου το έδωσε για την μαμά.
Οι δύο γονείς τον κοίταξαν με απορία κι ύστερα ο πατέρας πήγε στην κουζίνα. Τότε ο Θοδωράκης κάθισε πάλι δίπλα στη μανούλα του και της είπε όλη την περιπέτεια του. Εκείνη τον αγκάλιασε και τον φίλησε με όλη της την αγάπη και του είπε «Ευχαριστώ!».

Έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!


Εμπνευσμένο από το μπλογκ "Σοκολατούπολη" της μικρής Δημητρούλας!!!
Στο αφιερώνω γλυκιά μου με όλη μου την καρδιά :)

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Η Γλώσσα Μου!



Ο ΦΑΚΗΣ

Εμπρός, ένα δυο, προσοχή!

Εμένα με λένε Φακή.

Κορμί κορδωμένο,
μουστάκι στριμμένο,
γαλόνια χρυσά και σπαθί.

Η σάλπιγγα τάρα τατά.

σπαθί και ντουφέκι χτυπά,

μπαμ μπουμ το κανόνι,
μπουμ μπαμ το τρομπόνι.
Ποιός βγαίνει σε μένα μπροστά;

Γυρεύω παντού τον εχτρό.

Κι ας είν' αντρειωμένοι σωρό,

γιγάντοι και δράκοι,
θεριά με φαρμάκι,
καπνός μόλις πρόβαλα εγώ.

Μονάχα ξαφνιάζομαι, οχού!

τρομάζω απ' τους ίσκιους, χουχού!

Ένα φύσημα αγέρα,
κι ας είναι και ημέρα,
μου παίρνει κι αντρεία και νου

(Βασίλης Ρώτας)


Η ΣΑΚΑΡΑΚΑ

Γκραν και γκρουν και τρίκι τράκα...
Δες, περνάει μια σακαράκα!

Αγωνίζεται, μπαμ μπουμ
παλιοσίδερα χτυπούν.

Τρίκι τρακ στην ανηφόρα,
προσπαθεί να πάρει φόρα.

Πουφ πουφ πουφ μέσα στη σκόνη,
ξεφυσάει και ξεφουσκώνει.

Τρίκι τρακ και γκραν και γκρουν,
ουφ, τα λάστιχα βογκούν.

Ξάφνου παφ! έχουνε σκάσει
κι έχει η γειτονιά ησυχάσει

(Ρένας Καρθαίου)



ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ

Tα δελφίνια στο χαρτί
του νερού χαρταετοί.
Όλο πήδους και ναζάκια
χρυσοφτέρουγα ναυτάκια
παίζουν και ασφυκτιούν
έξω στη ζωή να βγουν
με φωνές και με τραγούδια
με σημαίες και λουλούδια.

(Β.Αναγνωστόπουλος)


Ο ΠΑΠΠΟΥΣ

Ο παππούλης σαν κοπέλι*
κάθε μέρα πάει στ΄ αμπέλι.

Το σκαλίζει, το ποτίζει
και το διπλοκαθαρίζει.

Και το Μάη με τους ανθούς
κορφοκόβει τους βλαστούς.

Κι ως να διπλοξεφυλλίσει,
η αγουρίδα* έχει γυαλίσει.

Τώρα φέρνει στο μαντίλι
κόκκινο γλυκό σταφύλι.

Τώρα κάθεται δραγάτης*
ο παππούς ανοιχτομάτης

και του πάμε το φαΐ του
και μας δίνει την ευχή του

μας φιλεύει* και σταφύλια
σε καλάθια, σε μαντίλια.

(Βασίλης Ρώτας)



Αυτά είναι μερικά ποιήματα που θυμόμουν από το δημοτικό
κι έψαξα και τα βρήκα μιας κι έμαθα πως τα βιβλία αλλάξανε δυστυχώς :(
Αξίζει να τα διαβάσουν και οι νέες γενιές!!!
Ελπίζω να σας ζεστάνουν την καρδιά όπως ζέσταναν την δική μου!!!

Τρίτη 3 Μαΐου 2011



Γίνετε μία προσπάθεια να σωθεί το
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ!!!


Γι' αυτόν τον ιερό σκοπό,
ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΟΛΟΙ, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!!!


Κάποια παιδιά δεν έχουν τα δικά μας αυτονόητα!!!


Σύνδεσμοςhttp://www.hamogelo.gr/


- Καλέστε στο 14545 από σταθερό (χρέωση 2,27 € ανά κλήση) ή κινητό (χρέωση 2,46 € ανά κλήση)

- Καλέστε στο 901 11 15 15 15 από σταθερό ΟΤΕ (χρέωση 3,67 € ανά κλήση)

- Στείλτε μήνυμα στο 54020 τη λέξη ΧΑΜΟΓΕΛΟ ή XAMOGELO (χρέωση 2,46 € ανά SMS)


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Ο γέρος και τα τρία αδέλφια

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και κίνησαν να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά. Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά και κάθισαν σε μια βρύση κοντά να φάνε και να ξεκουραστούνε.
Εκεί που έτρωγαν, βλέπουν κι έρχεται ένας γέρος με το μπαστουνάκι του και τους χαιρετά:
-Ώρα καλή παλληκάρια!
- Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα και το μικρότερο έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε :
- Κάθισε παππούλη, και να λιγάκι ψωμί να φας.
Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε.

Εκεί στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια. Λέει ο γέρος του μεγαλύτερου παιδιού:
- Τι θα ήθελες παιδί μου, να έχεις εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι;
- Θα ήθελα, του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν πρόβατα και να ήταν δικά μου.
- Καλά, λέει ο γέρος. Αν όμως ερχόταν κανένας φτωχός και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άμα είχες τόσα πρόβατα;
- Θα του έδινα, λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, γάλα, τυρί, μυτζήθρα, ό,τι ήθελε.

Ταπ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα κοράκια πρόβατα. Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα.
Σηκώθηκε το παιδί, μάζεψε τα πρόβατα κι έμεινε εκεί.

Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο. Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο. Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύτερο:
- Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου, να έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι;
- Εγώ θα ήθελα παππούλη, όλα αυτά τα πουρνάρια να γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου, είπε το παιδί.
- Καλά, του λέει ο γέρος. Αφού θα χεις τόσο λάδι, θα δίνεις και κανενός φτωχού;
- Θα δίνω, του λέει.

Ταπ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές. Και το παιδί αυτό, απόμεινε εκεί κι έκανε μαγαζιά, γέμιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια.

Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονάχος με το γέρο και πήραν πάλι δρόμο. Σαν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι, κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουραστούν. Λέει ο γέρος του παιδιού:
- Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε;
- Εγώ παππούλη θα ήθελα από αυτή τη βρύση να τρέχει μέλι.
- Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι, άμα σου ζητούν;
- Θα δίνω.

Ταπ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσως άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση. Απόμεινε και το παιδί στο σταυροδρόμι, πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους.

Ο γέρος έφυγε, πήγε στη δουλειά του.

Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, το παιδί άφηκε έναν υπηρέτη στη βρύση να μοιράζει μέλι, κι αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του γιατί τα πεθύμησε.
Εκεί που πήγαινε, κοιτάζει για ελιές, βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια. Πάει παρέκει, κοιτάζει για πρόβατα, βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά ούτε τσέλιγκα
Κει που στεκόταν κι απορούσε, βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει:
- Είδες; Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν! Δεν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους εχάρισα. Γι' αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω τις ελιές και τα πρόβατα. Συ όμως στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή μου!

Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο γέρος έγινεν άφαντος...


(Από το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ,
ΕΚΔΟΤΑΙ Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ, ΑΘΗΝΑΙ)